προκληροδοτώ

προκληροδοτώ
-έω, Ν [κληροδοτώ]
αφήνω κληροδότημα πριν από τον θάνατο, κληροδοτώ εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκληροδότημα — ατος, το, Ν [προκληροδοτώ] το κληροδότημα που εξαιρείται από την όλη κληρονομιά και παρέχεται πριν από την κανονική διανομή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”